μαγαρίκα

μαγαρίκα
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 39 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας.
* * *
η (Μ μαγαρίκα)
μεγάλο πήλινο αγγείο, στάμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. μαγαρικόν* με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγαρικόν — μαγαρικόν, τὸ (Μ) 1. πήλινο αγγείο, μαγαρίκα* 2. μονάδα χωρητικότητας πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθέτου μαγαρικός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”